ροδώνας — ο φυτεία από τριανταφυλιές: Πολλοί ροδώνες υπάρχουν στη νότια Βουλγαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Christoforos Liontakis — Χριστόφορος Λιοντάκης Born 1945 Heraklion, Greece Occupation Poet, translator Nationality Greek … Wikipedia
Christoforos Liontakis — Nombre completo Christoforos Liontakis Χριστόφορος Λιοντάκης Nacimiento 1945 Heraclión, Grecia Ocupación Poeta, traductor Nacionalidad … Wikipedia Español
ροδεών — ὁ, Α βλ. ροδώνας … Dictionary of Greek
ροδιή — ἡ, Α [ῥόδον] ροδώνας … Dictionary of Greek
ροδόκηπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 165 μ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέων Σιλάτων. * * * ο, Ν ροδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
ροδότοπος — ο, Ν τόπος φυτεμένος με ρόδα, ροδώνας, ροδόκηπος … Dictionary of Greek
ροδών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. ροδώνας … Dictionary of Greek
ροζάριο(ν) — το, Ν 1. σειρά προσευχών τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. το κομπολόγι που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση τών προσευχών αυτών, αλλ. ροδάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosarium, ii «ροδώνας»] … Dictionary of Greek
ροών — ὁ, Α κήπος με ροδιές, ροδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek